- δοιδυκοφόβα
- δοιδυκοφόβᾱ , δοιδυκοφόβαpestle-fearingfem nom/voc/acc dualδοιδυκοφόβᾱ , δοιδυκοφόβαpestle-fearingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] … Dictionary of Greek